- ρινοφάρυγγας
- ο, Νανατ. το τμήμα τού φάρυγγα που βρίσκεται πίσω από τις ρινικές θαλάμες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinopharynx (< ῥίς, ῥινός + φάρυγξ / -γγας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρινοφάρυγγας — ο το ρινικό τμήμα της κοιλότητας του φάρυγγα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας … Dictionary of Greek
Ευστάχιο, Μπαρτολομέο — (Bartolomeo Eustachiο, Σαν Σεβερίνο, Μάρκε 1500; – Ρώμη 1574). Ιταλός γιατρός. Διέθετε ευρεία ανθρωπιστική μόρφωση και έγινε γνωστός κυρίως ως μελετητής της ανατομίας. Ήταν από τους πρώτους που περιέγραψαν τα λεμφικά αγγεία. Ανακάλυψε, μεταξύ… … Dictionary of Greek